Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Είναι αλήθεια συναρπαστικό όταν σκέφτεται κανείς το χρόνο που κύλησε απ' τις ραχούλες μας στις ρεματιές και από εκεί στον κάμπο και στον Μόρνο. Μαζί με τη ζωή μας, τη ζωή των πατεράδων και των παππούδων μας, που ημέρωσαν με το μόχθο τους τα χώματα αυτά. Τόσος χρόνος τόσοι άνθρωποι, μοιάζει με ψέμα. Τα σημάδια τους όμως εκεί για να μαρτυρούν το πέρασμα τους, για να θυμίζουν κάποτε και το δικό μας πέρασμα.
Άραγε πόσους ανθρώπους νιώσαν αυτές οι πέτρες στο Σταυρό και την Κερασιά, γοργά, να τις προσπερνούν, νύχτα πριν να φέξει, για τον κάμπο και πόσο βαριά και αποκαμωμένα νιώσαν, αλήθεια, τα βήματά τους κατά την επιστροφή, νύχτα πολύ μετά τη δύση του Ήλιου.
Ώ Θεέ μου! πόση η χαρά αυτών των ανθρώπων όταν στ' άγονα κτήματά τους τα ποτισμένα με τον ιδρώτα τους και ανάμεσα από τις πέτρες, ανέτειλαν σαν τις ελπίδες τους, τα στάχυα του σταριού της χρονιάς τους. Πόση χαρά και ευτυχία που το παιδί τους, αν και φτωχό, ξυπόλυτο και πολλές φορές πεινασμένο, διανύοντας μακρινές αποστάσεις καθημερινά για το γυμνάσιο κατάφερνε να προκόψει.
Έτσι μπόρεσαν και απλώθηκαν στην Ελλάδα και τον κόσμο όλο, άνθρωποι δημιουργικοί και πετυχημένοι, οι δικοί μας άνθρωποι, ΤΡΙΚΟΡΦΙΩΤΕΣ.
Οι καρδιά τους όμως χτυπά και θα συνεχίσει με νοσταλγία να χτυπά πίσω στην πατρώα γη. Κι αυτή με τη σειρά της φανερώνει την αγάπη της, κάθε φορά που σαν αγκαλιά απλώνει τις κορυφογραμμές της κατά την είσοδο στο Σταυρό. Δείχνει να συγχωρεί όλους μας που η γη της ξανάγινε άγονη, που οι δενδριάδες και τα πουρνάρια δεν αισθάνονται πια την παρουσία των βοσκών, την συντροφιά της φλογέρας και των τραγουδιών.
Δείχνει να συγχωρεί πάντα για τα δάκρυα αυτών που μείναν, γι' αυτούς που φύγαν.

1997

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010







Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά
στου γλαυκού το γειτόνεμα!

Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ' τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ
με φοβέρες και μ' αίματα!

Οδυσσέας Ελύτης

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010


Οι των Αποστόλων πρωτόθρονοι, και της Οικουμένης διδάσκαλοι, τω Δεσπότη των όλων πρεσβεύσατε, ειρήνην τη οικουμένη δωρήσασθαι, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος.

Κάτω στα δασιά πλατάνια, στην κρυόβρυση, κάθονταν δυο παληκάρια και μια λυγερή. Κάθονταν και 'τρώγαν και πίναν και την ξέταζαν:
- Διαμαντούλα τι ΄σαι τέτοια, τέτοια κίτρινη; Μήπως ίσκιος σε πατάει, μήπως φάντασμα;
- Μήτε ίσκιος με πατάει, μήτε φάντασμα,με πατάει το παληκάρι τα μεσάνυχτα.